Δευτέρα, Νοεμβρίου 16, 2009

"Μήπως υπάρχει κανένα τσιγάρο;"

Είχε φύγει νωρίς από το σπίτι του, πριν καν κλείσει καλά καλά τα δεκαεφτά...
   
Έφταιγε ο πατριός του που τον μισούσε. Όπως όμως έκανε και αυτός. Ήταν άνθρωπος κακός ο πατριός του, πολύ σκληρός, ποτισμένος με την αλμύρα της θάλασσας και τον κίνδυνο του γκαζάδικου. Είχε χάσει και το δεξί του χέρι, κάτω από τον αγκώνα, σε κείνο το ατύχημα και για όλα έφταιγαν οι άλλοι. Και πιο πολύ ο μυξιάρης. Έτσι τον έλεγε από την πρώτη στιγμή που η μάνα του, μια ασήμαντη γυναικούλα, τον έφερε σπίτι. Σπίτι! Ευφημισμός! Αφού, ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του και την αδυναμία τους να πληρώσουν τα νοίκια, τους έδιωξαν και ίσα που πρόλαβαν να βρουν εκείνη την ημιυπόγεια κάμαρα στα Καμίνια, πριν πιάσουν για τα καλά τα κρύα του χειμώνα του 89. Ο πατέρας του, ένας μικροκαμωμένος άνθρωπος, ζαρωμένος από τα χρόνια και την βιοπάλη -τσαγκάρης ήτανε- έσβησε από την παλιαρρώστια στο νοσοκομείο. Κάποιοι είπαν πως έφταιγαν οι κόλλες και τα βερνίκια που χρησιμοποιούσε απ'το πρωί μέχρι το βράδυ. Κάποιοι άλλοι, το τσιγάρο, που δεν το ξεκολλούσε από τα χείλη του ολημερίς. Και κείνη, πάνω στην αγωνία της να βρει ένα στήριγμα για να τον μεγαλώσει, βρήκε τον σακάτη ναυτικό. Τον πατριό του. Και ήτανε τέτοιο το μίσος τους που θαρρείς πως είχαν χρωστούμενα από άλλες ζωές...

Τρία χρόνια άντεξε την τυραννία του πατριού. Και ένα βράδυ, ότι είχε γυρίσει από το λύκειο -τεχνικό πήγαινε μπας και μάθει καμιά τέχνη- του έκανε ένα γερό καυγά γιατί κάποιος του είχε "σφυρίξει" ότι δεν τα πήγαινε καλά με τα μαθήματα. Αυτό ήταν αλήθεια. Με τα δυσκολίας είχε βγάλει το γυμνάσιο. Είχε μείνει στον "τόπο" στην δευτέρα γυμνασίου και την πέρασε την επόμενη χρονιά, πάλι σαν μεταξεταστέος τριών μαθημάτων τον Σεπτέμβριο. Δεν τα έπαιρνε τα γράμματα, τελεία και παύλα. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό, αλλά τόλμησε ο παλιόγερος να απλώσει το χέρι πάνω του αφού πρώτα τον είχε βρίσει άσχημα. Έτσι και αυτός, του έριξε μια γροθιά στο στομάχι και έκανε το μεγάλο βήμα: έκλεισε την πόρτα πίσω του και υποσχέθηκε στον εαυτό του να μην γυρίσει πίσω ακόμα κι αν λιμοκτονούσε.

Στην αρχή βολεύτηκε σε ένα φιλαράκι του αλλά έτσι που ήταν αψής δεν άντεξε τα μισόλογα της μάνας του φίλου μετά από λίγες ημέρες... Τελικά κατέληξε να κοιμάται σε πάρκα, σε παγκάκια, στις υπόγειες διαβάσεις του ηλεκτρικού μα και όπου αλλού έβρισκε απάγκιο.

Εξαθλίωση... Έτρωγε όποτε έβρισκε, ακόμα και απ'τα σκουπίδια. Πολλές φορές ζητιάνευε στο τραίνο, κι ας έλεγε στο "λόγο" που έβγαζε εντός του βαγονιού ότι δεν ζητιανεύει αλλά δεν έχει στήριξη από κανένα και κάπως πρέπει να τα βολέψει. Και όταν έβλεπε τους επιβάτες να μην του δίνουν τίποτα, ζητούσε για παρηγοριά κανένα τσιγάρο. Μεγάλη παρηγοριά το άτιμο, κι ας έλεγαν κάποιοι πως κάνει κακό. Καίγεται για σένα, είχε πει κάποτε κάποιος σοφός.

Που θα πήγαινε αυτό; Ούτε και αυτός ήξερε. Είχε αφεθεί να τον παρασύρει η ζωή. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο: το ορμητικό ρεύμα της ζωής τον χτυπούσε όλο και πιο δυνατά στα βράχια της πραγματικότητας. Δεν είχε να περιμένει σε κάτι. Θα δεχόταν ότι κι αν ερχόταν...

Δεν αισθανόταν πια. Η καύτρα του τσιγάρου του έπεσε παγωμένη από την άκρη της γόπας. Ακόμα και αυτό είχε τελειώσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: